Νέα

Παρέμβαση του Πρόεδρου του ΑΣΔΑ, Ανδρέα Μποζίκα στην Ημερίδα της Περιφερειακής Ενότητας Δυτικού Τομέα Αθήνας



“Η ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ: Οικονομική κρίση – Ανεργία – Αλληλεγγύη (Πρόταση Ανάπτυξης)”
Μέσα στη συνολική οικονομική και κοινωνική κρίση που περνά η χώρα μας, η περιοχή της Δυτικής Αθήνας ξεχωρίζει δυστυχώς αρνητικά από την υπόλοιπη περιοχή της πρωτεύουσας, λόγω της προϋπάρχουσας αναπτυξιακής υστέρησης που την χαρακτηρίζει.
Είμαστε δηλαδή μάρτυρες σήμερα της πικρής δικαίωσης και της επιβεβαίωσης των προειδοποιήσεων και διαμαρτυριών που για πάνω από δυο δεκαετίες έχουμε απευθύνει προς όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις.
Προειδοποιήσεις και διαμαρτυρίες όλης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην περιοχή μας για τις ανισότητες ανάμεσα στη Δυτική Αθήνα και το υπόλοιπο Λεκανοπέδιο. Ανισότητες στις υποδομές, την προστασία του περιβάλλοντος, την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας.
Σήμερα λοιπόν που όλοι δυσκολεύονται, η Δυτική Αθήνα υποφέρει.
Η περιοχή μας, για λόγους που συνδέονται με την ιστορική και κοινωνική συγκρότηση της μέσα στον 20ο αιώνα, πάντα εμφάνιζε υψηλότερη του μέσου όρου ανεργία, συνεχής υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, τεράστια κυκλοφοριακά προβλήματα, ένταση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων και ανισοτήτων, έλλειψη αστικού και περιαστικού πρασίνου, απαράδεκτη και ανεξέλεγκτη ανάμιξη χρήσεων γης, μεγάλα κενά στις κοινωφελείς υποδομές.
Στα προβλήματα αυτά και σε μια επόμενη χρονικά περίοδο προστέθηκαν ο μαρασμός του δευτερογενή τομέα παραγωγής . Μεγάλες βιομηχανικές μονάδες που χαρακτήριζαν άλλοτε τον βιομηχανικό χαρακτήρα της περιοχής, όπως της κλωστοϋφαντουργίας, της χαρτοβιομηχανίας, των κεραμοποιείων κλπ, και απασχολούσαν χιλιάδες βιομηχανικούς εργάτες μετέφεραν τις δραστηριότητές τους σε άλλες περιοχές της Αττικής ή ακόμα και εκτός Ελλάδος.
Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι το (πασίγνωστο) Π.Δ. 84/84 που απαγορεύει την βιομηχανική ανάπτυξη στην περιοχή της πρωτεύουσας, ως μέτρο ενός πλαισίου περιορισμού της ρύπανσης, χαιρετήθηκε μεν με ενθουσιασμό από τους τοπικούς φορείς και την Αυτοδιοίκηση λόγω της περιβαλλοντικής σημασίας του, αλλά δεν συνοδεύτηκε από καμία πρόβλεψη της πολιτείας για υποκατάσταση των μεταποιητικών δραστηριοτήτων από άλλες.
Ακολούθησε η αδυναμία και του τριτογενούς τομέα να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού και ιδιαίτερα στην επιδρομή των μεγάλων αλυσίδων και των Εμπορικών Κέντρων τύπου Mall.
Οι χαμηλές τιμές των κατοικιών, αποτέλεσμα του χαμηλότερου εισοδηματικού επιπέδου των κατοίκων αλλά και της έλλειψης αποτελεσματικών πολιτικών ανάταξης της περιοχής, είχαν σαν αποτέλεσμα την τελευταία δεκαπενταετία τα υψηλά ποσοστά συγκέντρωσης οικονομικών μεταναστών. Οι άνθρωποι αυτοί όπως παντού στην Αττική, και παρά το γενικό κλίμα ανεκτικότητας και κατανόησης από τους κατοίκους της Δυτικής Αθήνας, αντιμετωπίζουν έντονο το πρόβλημα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και χρειάζονται ειδικές πολιτικές για την ένταξη και την ομαλή κοινωνική δραστηριοποίηση τους.
Η διαιώνιση των προβλημάτων, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Αυτοδιοίκησης, αντανακλάστηκε στη σχετική στασιμότητα του πληθυσμού την τελευταία εικοσαετία, εικόνα που σε γενικές γραμμές αποτυπώθηκε και στην φετινή απογραφή. Ποιοτικά, διακρίνουμε δυο αντίθετα ρεύματα στην περιοχή. Έρχονται οικονομικοί μετανάστες και φεύγουν συμπολίτες μας με μεσαία και υψηλά εισοδήματα, που επιλέγουν τα βόρεια και ανατολικά προάστια. Σε μικρότερη κλίμακα έχουμε και αντίστοιχα εσωτερικά ρεύματα, από πόλη σε πόλη της Δυτικής Αθήνας, ωστόσο δεν αλλοιώνουν τη συνολική εικόνα.
Η αλλαγή στην πληθυσμιακή σύνθεση με τη σειρά της μειώνει τη διαθεσιμότητα ιδιωτικών οικονομικών επενδύσεων που θα ανέβαζαν την ελκτικότητα της περιοχής και θα αύξαναν τις ευκαιρίες απασχόλησης των κατοίκων.
Είναι φυσικό και αναμενόμενο λοιπόν ότι οι συνέπειες της σημερινής κοινωνικής και οικονομικής κρίσης είναι περισσότερο έντονες στην περιοχή μας.
Η γενικότερη αύξηση της ανεργίας στην Αττική παίρνει εδώ δραματικές διαστάσεις.
Τα μεσαία στρώματα στην Δυτική Αθήνα, που είναι στην πλειοψηφία τους μικρέμποροι και αυτοαπασχολούμενοι και όχι ελεύθεροι επαγγελματίες, συμπιέζονται μέχρι διάλυσης. Αρκεί να περπατήσουμε έναν μεγάλο εμπορικό δρόμο της περιοχής και να μετρήσουμε λουκέτα.
Μετά την αποβιομηχάνιση των προηγούμενων δεκαετιών, η βασική δραστηριότητα του δευτερογενούς τομέα στην περιοχή ήταν η οικοδομή, που ως γνωστό τα τελευταία δυο χρόνια διέρχεται σ’ όλη τη χώρα μεγάλη κρίση.
Οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες της περιοχής, Έλληνες Ρομά, παλιννοστούντες ομογενείς από την πρώην ΕΣΣΔ, οικονομικοί μετανάστες, απειλούνται άμεσα με τον πιο πλήρη κοινωνικό αποκλεισμό.
Από όλα τα παραπάνω νομίζω προκύπτει αβίαστα η βασική λογική που πρέπει να διέπει τις παρεμβάσεις μας, εφόσον θέλουμε αυτές να είναι μακροπρόθεσμα αποτελεσματικές και όχι απλώς να αποσκοπούν στην προσωρινή ανακούφιση από τα προβλήματα.
Αυτό λοιπόν που θέλουμε και χρειαζόμαστε, είναι να σπάσουμε το φαύλο κύκλο της αναπτυξιακής υστέρησης που φέρνει την οικονομική απαξίωση, που προκαλεί την επενδυτική αδράνεια και την αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής, που εντείνει εκ νέου την αναπτυξιακή υστέρηση κοκ.
Θέλουμε λοιπόν, για να έρθουμε στο κρίσιμο ερώτημα της σημερινής μας συζήτησης, ένα μοντέλο ανάπτυξης που να αλλάζει τα δομικά χαρακτηριστικά της Δυτικής Αθήνας. Άρα ένα μοντέλο που να μην στηρίζεται κυρίως σε ενισχύσεις για καταναλωτικές δαπάνες, ούτε καν σε έργα κοινωνικής υποδομής που δεν υποστηρίζονται από τη γενικότερη οικονομική δυναμική των τοπικών κοινωνιών.
Και επίσης ένα μοντέλο ανάπτυξης που να αξιοποιεί τα συγκεκριμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Δυτικής Αθήνας, που είναι:
– Η ύπαρξη μεγάλων δημόσιων χώρων που σήμερα δεσμεύονται από άλλους κρατικούς φορείς αλλά αποδεσμευόμενοι μπορούν να αποτελέσουν τοπικούς και υπερτοπικούς πόλους πρασίνου, αναψυχής, αθλητισμού και πολιτισμού. Τα Στρατόπεδα ΚΕΔΒ-ΚΕΒΟΠ, το Στρατόπεδο 301, τις Φυλακές Κορυδαλλού, και άλλα.
– Το Ποικίλο Όρος – Όρος Αιγάλεω και το Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης “Αντώνης Τρίτσης” που η προστασία και περιβαλλοντική αναβάθμιση τους αποτελεί μόνιμη προτεραιότητα μας.
– Το μεγάλο απόθεμα παλαιών βιομηχανικών εγκαταστάσεων στην περιοχή μας, απόθεμα γης μέσα στον οικιστικό ιστό και στις περιοχές κατοικίας των εργαζομένων, που μπορούν να φιλοξενήσουν καινοτόμες και φιλικές προς το περιβάλλον επενδύσεις. Αντί για την άμετρη, αντιοικολογική και πανάκριβη επέκταση της Αθήνας προς την Ανατολική Αττική, στην περιοχή μας υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα ανάπτυξης χωρίς ανάλωση ελεύθερων χώρων, με άμεση πρόσβαση και στις δυο εθνικές οδούς και πολύ κοντά στο κέντρο της Αθήνας.
– Οι άνθρωποι μας, πάνω από 800.000 κάτοικοι, κόσμος της εργασίας και της γνώσης, ένα παραγωγικό δυναμικό που συχνά ασφυκτιά μέσα στις συνθήκες μειωμένης τοπικής ανάπτυξης και ανεπάρκειας υποδομών. Ένας παραγωγικός πλούτος διαθέσιμος για την ανάπτυξη, τη δημιουργία, την υγιή παραγωγικότητα που κανένας δεν έχει δικαίωμα να τον περιορίζει, να τον εγκλωβίζει, να τον περιθωριοποιεί και να τον απογοητεύει. Καταστάσεις που δυστυχώς έχουν συμβεί στο παρελθόν, όταν βλέπαμε όλη την αναπτυξιακή προσπάθεια του κράτους να διοχετεύεται σε άλλες περιοχές, ακόμη κι όταν αυτό ήταν ολοφάνερα παράλογο και αντιπαραγωγικό.
Όλοι γνωρίζουμε την προτεραιότητα που η χώρα μας θέλει να δώσει στην πράσινη ανάπτυξη. Οι Δήμοι της Δυτικής Αθήνας ήδη παρακολουθούν τις εξελίξεις, υπάρχουν σχέδια και προγράμματα σε εξέλιξη, για βιοκλιματικές γειτονιές, ενεργειακά κτίρια, το μεγάλο πρόγραμμα της Πράσινης Διαδρομής Δυτικής Αθήνας κ.ά.
Μια πλευρά της πράσινης ανάπτυξης είναι και η ολοκληρωμένη αστική ανάπλαση και περιβαλλοντική εξυγίανση χώρων υποβάθμισης και κοινωνικού αποκλεισμού (χώροι βιομηχανικών συγκεντρώσεων, παρακηφίσιες περιοχές, Ελαιώνας, περιοχές με κοινωνικά προβλήματα) με τη συγκρότηση και εφαρμογή συγκεκριμένων προγραμμάτων παρέμβασης. Ή επίσης η βελτίωση του θαλασσίου και παρακτίου περιβάλλοντος στην περιοχή της Ακτής Σκαραμαγκά, ζήτημα που συνδέεται και με την έκταση που καταλαμβάνουν τα Ναυπηγεία και το κατά πόσον είναι ολόκληρη αναγκαία για τις δραστηριότητες τους.
Χωρίς τέτοιες μεγάλες παρεμβάσεις, που θα δίνουν πραγματικά και συμβολικά ταυτόχρονα το σήμα ότι υπάρχει η βούληση να αλλάξουν τα πράγματα, να τερματιστεί η πορεία προς τον οικονομικό μαρασμό και την αποανάπτυξη, πως περιμένουμε να προσελκύσουμε ιδιωτικές επενδύσεις σε τοπική και υπερτοπική κλίμακα; Όπως λένε και οι ειδικοί επιστήμονες, μόνον με την διαμόρφωση του κατάλληλου θεσμικού, κοινωνικού, χωροταξικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος μπορούμε βάσιμα να ελπίζουμε σε μια τέτοια εξέλιξη, που είναι απολύτως απαραίτητη σήμερα.
Γιατί η εποχή που μπορούσαμε να στηρίζουμε όλες τις ελπίδες μας για την αναπτυξιακή πορεία της περιοχής μας στον δημόσιο τομέα έχει προφανώς περάσει ανεπιστρεπτί. Έχει όμως ένα σοβαρό αναπτυξιακό ρόλο να διαδραματίσει ο δημόσιος τομέας και στις σημερινές δύσκολες συνθήκες. Το ρόλο να διαμορφώσει τους κατάλληλους όρους ώστε να διευκολυνθεί, να αποκτήσει κίνητρα, να πάρει κατευθύνσεις και ο ιδιωτικός τομέας.
Από μια άλλη πλευρά, ο δημόσιος και ο ευρύτερος κοινωνικός τομέας έχει ένα πολύ σημαντικό καθήκον, στο οποίο οφείλει να ανταποκριθεί άμεσα. Το καθήκον, μέσα στις συνθήκες της κρίσης και χωρίς καμιά αναβολή για μια ευκολότερη στιγμή, να στηρίξει τις χιλιάδες οικογένειες στη Δυτική Αθήνα που βρίσκονται σήμερα πολύ κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Αυτή είναι μια υπόθεση που δεν μπορεί να περιμένει τη διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Με ότι μέσα είναι διαθέσιμα σήμερα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία τις πιεστικές ανάγκες αυτών των συμπολιτών μας.
Γνωρίζω τις φιλότιμες προσπάθειες όλων των φορέων, των Δήμων, της Εκκλησίας, των εθελοντικών ομάδων και κοινωνικών οργανώσεων για τη στήριξη των ανέργων, των ΑμεΑ, των χαμηλοσυνταξιούχων σε κάθε πόλη της Δυτικής Αθήνας.
Αν αναλογιστούμε τα ψυχρά ποσοτικά στοιχεία για τη μείωση των εισοδημάτων και την αύξηση της ανεργίας, κατανοούμε ότι όλες οι προσπάθειες αυτές μπορεί να μην είναι αρκετές.
Μέσα λοιπόν στην έκτακτη κατάσταση που βιώνουμε αυτό το χειμώνα, που αποτελεί θα έλεγα το κοινωνικό αντίστοιχο μιας φυσικής καταστροφής, προτείνω να λειτουργήσουμε ανάλογα.
Να προχωρήσουμε άμεσα στη συγκρότηση ενός Συντονιστικού Οργάνου Κοινωνικής Προστασίας για τη Δυτική Αθήνα, με συμμετοχή όλων των Δήμων, του ΑΣΔΑ, του Δυτικού Τομέα της Περιφέρειας, της Εκκλησίας και κοινωνικών φορέων.
Μέσα απ’ αυτό να συντονίσουμε και να αναβαθμίσουμε τη δουλειά μας. Χωρίς καθόλου να παρέμβουμε στην δουλειά που ήδη κάνουν οι Δήμοι ή άλλοι φορείς, να εκτιμήσουμε τις συνολικές ανάγκες που υπάρχουν στην περιοχή μας και πως θα μπορέσουμε να τις καλύψουμε. Επίσης, να κάνουμε τη φωνή μας δυνατότερη, δηλαδή να ζητήσουμε όλοι μαζί τη στήριξη των προσπαθειών μας από κάθε πιθανή πηγή χορηγίας.
Δεν πρέπει κύριοι συνάδελφοι να επιτρέψουμε το φλέγον θέμα της Κοινωνικής Προστασίας να γίνει αντικείμενο μιας μόνον επικοινωνιακής διαχείρισης από τα ΜΜΕ ή επίσης να γίνει πεδίο μικροπολιτικής αντιπαράθεσης εντυπώσεων. Να καλύψουμε ως Πρώτος και Δεύτερος Βαθμός Αυτοδιοίκησης με μια συνολική ομπρέλα το θέμα και να διασφαλίσουμε την υπεύθυνη και ουσιαστική αντιμετώπιση του.
Εμείς σαν ΑΣΔΑ προσφερόμαστε να φιλοξενήσουμε τη λειτουργία ενός τέτοιου Συντονιστικού Οργάνου Κοινωνικής Προστασίας, να διαθέσουμε τα πρώτα υπηρεσιακά στελέχη υποστήριξης για να λειτουργήσει, ώστε να μην χαθεί καθόλου καιρός σε προετοιμασία, να ξεκινήσουμε άμεσα, τώρα που δυστυχώς αγριεύει και ο καιρός.
Και πιστεύω ότι καλό είναι, μια και τέτοιες συναντήσεις και συζητήσεις έχουμε κάνει και θα κάνουμε πολλές και πάντα ενδιαφέρουσες, αν από τη σημερινή εκδήλωση προκύψει ως άμεσα υλοποιήσιμο αποτέλεσμα μια τέτοια πρωτοβουλία Συντονισμού και έμπρακτης αναβάθμισης της κοινωνικής αλληλεγγύης στη Δυτική Αθήνα.

© 2024 ΑΣΔΑ. All Rights Reserved.